- συγκακουργώ
- -έω, Α1. κακοποιώ κάποιον μαζί με άλλους («ᾐτιᾱτο συγκακουργεῑν τῇ κόρη τοὺς γονεῑς», Δίον. Αλ.)2. απόλ. συμπράττω σε βλάβη.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κακουργῶ «βλάπτω, κακοποιώ» (< κακοῦργος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκακουργία — ἡ, Α [συγκακουργῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκακουργῶ* … Dictionary of Greek
συγκακούργημα — ήματος, τὸ, Α [συγκακουργῶ] κακούργημα που έχει διαπραχθεί από κοινού … Dictionary of Greek